Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η κρυψίνους το κρυψίνουν
      γενική του/της κρυψίνου του κρυψίνου
    αιτιατική τον/την κρυψίνου το κρυψίνουν
     κλητική κρυψίνους* κρυψίνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυψίνοες τα κρυψίνοα
      γενική των κρυψινόων των κρυψινόων
    αιτιατική τους/τις κρυψίνοες τα κρυψίνοα
     κλητική κρυψίνοες κρυψίνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυψίνους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρυψίνους, συνηρημένου τύπου του κρυψίνοος < (κρύπτω) κρυψί- + -νους (νοῦς, νόος)

  Επίθετο επεξεργασία

κρυψίνους, -ους, ουν

  1. αυτός/αυτή που αποκρύπτει, που δεν φανερώνει την πραγματική του σκέψη
  2. (κατ’ επέκταση) ο ανειλικρινής, αυτός/αυτή που προσποιείται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Επίθετο επεξεργασία

κρυψίνους, -ους, ουν