Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανειλικρινής η ανειλικρινής το ανειλικρινές
      γενική του ανειλικρινούς* της ανειλικρινούς του ανειλικρινούς
    αιτιατική τον ανειλικρινή την ανειλικρινή το ανειλικρινές
     κλητική ανειλικρινή(ς) ανειλικρινής ανειλικρινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανειλικρινείς οι ανειλικρινείς τα ανειλικρινή
      γενική των ανειλικρινών των ανειλικρινών των ανειλικρινών
    αιτιατική τους ανειλικρινείς τις ανειλικρινείς τα ανειλικρινή
     κλητική ανειλικρινείς ανειλικρινείς ανειλικρινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανειλικρινής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ανειλικρινής, -ής, -ές

  1. αυτός/αυτή που δεν εκφράζει τις πραγματικές του/της σκέψεις
     συνώνυμα: υποκριτικός, ψεύτικος
  2. που δεν εκφράζει την πραγματικότητα, που αποκρύπτει κάτι

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία