Δείτε επίσης: εἰλικρινής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειλικρινής η ειλικρινής το ειλικρινές
      γενική του ειλικρινούς* της ειλικρινούς του ειλικρινούς
    αιτιατική τον ειλικρινή την ειλικρινή το ειλικρινές
     κλητική ειλικρινή(ς) ειλικρινής ειλικρινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειλικρινείς οι ειλικρινείς τα ειλικρινή
      γενική των ειλικρινών των ειλικρινών των ειλικρινών
    αιτιατική τους ειλικρινείς τις ειλικρινείς τα ειλικρινή
     κλητική ειλικρινείς ειλικρινείς ειλικρινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειλικρινής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰλικρινής (αρχαία σημασία: αμιγής, χωρίς προσμείξεις) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.li.kɾiˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐λι‐κρι‐νής

  Επίθετο επεξεργασία

ειλικρινής, -ής, -ές

  1. (για πρόσωπο) που λέει την αλήθεια, που εκφράζει τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματά του
     αντώνυμα: ψεύτης, υποκριτής
  2. (για ενέργεια) που εκφράζει τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματα κάποιου
    ειλικρινείς ευχαριστίες
     αντώνυμα: ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία