κρυψίνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυψίνοια < κρυψίνους
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυψίνοια θηλυκό
- η απόκρυψη, η μή έκφραση της σκέψης κάποιου
- (κατ’ επέκταση) η ανειλικρίνεια, η προσποίηση, η υποκρισία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυψίνοια
|