κλασικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλασικισμός < γαλλική classicisme < classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kla.si.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐σι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλασικισμός αρσενικό
- (τέχνη) πολιτισμικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό ευρωπαϊκό κίνημα ή τάση που εμπνέεται από την ελληνορωμαϊκή κλασική αρχαιότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- κλασικιστής
- κλασικιστικός
- κλασικίστρια
- νεοκλασικισμός
- νεοκλασικιστής
- νεοκλασικιστικά
- νεοκλασικιστικός
- νεοκλασικίστρια
- ψευδοκλασικισμός
- ψευτοκλασικισμός
- → δείτε τη λέξη κλασικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλασικισμός