ψευτοκλασικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευτοκλασικισμός < ψευτο- + κλασικισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτοκλασικισμός[1] αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτοκλασικισμός
|
- ↑ ψευτοκλασικισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)