νεοκλασικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοκλασικισμός < γαλλική néoclassicisme < γαλλική classicisme < classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.o.kla.si.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐κλα‐σι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοκλασικισμός αρσενικό
- (τέχνη) πολιτισμικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό ευρωπαϊκό κίνημα ή τάση, που μιμείται το ύφος και την τεχνική των κλασικών δημιουργημάτων ανανεώνοντας τον κλασικισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- νεοκλασικιστής
- νεοκλασικίστρια
- → δείτε τις λέξεις νέος, κλασικισμός και κλασικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοκλασικισμός