Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοκλασικισμός οι νεοκλασικισμοί
      γενική του νεοκλασικισμού των νεοκλασικισμών
    αιτιατική τον νεοκλασικισμό τους νεοκλασικισμούς
     κλητική νεοκλασικισμέ νεοκλασικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το νεοκλασικό κτίριο της Ακαδημίας των Αθηνών με τα νεοκλασικά γλυπτά του Λεωνίδα Δρόση (της Αθηνάς και του Απόλλωνος), 1877

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοκλασικισμός < γαλλική néoclassicisme < γαλλική classicisme < classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.o.kla.si.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐κλα‐σι‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοκλασικισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία