ρομαντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρομαντισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική romantisme < romantique (ρομαντικός) < αγγλική romantic < υστερολατινική romanticus < λατινική romanus (Ρωμαίος) < Roma
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρομαντισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος ρομαντικός, να νιώθει και να φέρεται ρομαντικά
- (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα (κυρίως του 18ου και 19ου αιώνα) που έδινε έμφαση στο συναίσθημα κι όχι στη λογική
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιρομαντικός
- αντιρομαντισμός
- ρομαντικά
- ρομαντικός
- ρομαντικότητα
- → δείτε τη λέξη Ρώμη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρομαντισμός
|