αντιρομαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιρομαντικός < αντι- + ρομαντικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιρομαντικός -ή, ο (και αντι-ρομαντικός)
- που απορρίπτει τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού ή έχει τα αντίθετα από αυτά· που διακρίνεται από απάθεια ή έλλειψη ευαισθησιών, συναισθηματικών εντάσεων
- που χαρακτηρίζεται από πρακτικό και ρεαλιστικό πνεύμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιρομαντικός αρσενικό θηλυκό
- που αντιτίθεται στον ρομαντισμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιρομαντικός
|