καρδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- καρδιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρδιακός < καρδί(α) + -ακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καρδιακός
- που αναφέρεται στην καρδιά, το όργανο του σώματος
- ↪ καρδιακός μυς, καρδιακό νόσημα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετικός με την καρδιά, το όργανο του σώματος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδιακός αρσενικό
- κάποιος που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την καρδιά του
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- καρδιακός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καρδιακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾ.ðʝaˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δια‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καρδιακός
- συνώνυμο του γκαρδιακός, επιστήθιος
- ↪ καρδιακός φίλος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καρδιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -καρδιακός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδιακός < αρχαία ελληνική καρδί(α) + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
καρδιακός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που αναφέρεται στην καρδιά, το όργανο του σώματος
- ↪ καρδιακαί συγκοπαί
- ασθενής που νοσεί από καρδιακό νόσημα, καρδιακός
- → δείτε τη λέξη καρδιαλγής
Πηγές επεξεργασία
- καρδιακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρδιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.