Δείτε επίσης: Κάβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάβος οι κάβοι
      γενική του κάβου των κάβων
    αιτιατική τον κάβο τους κάβους
     κλητική κάβε κάβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάβος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάβος < ιταλική cavo < λατινικά caput

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐βος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάβος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) μια λωρίδα στεριάς που προεξέχει προς τη θάλασσα
     συνώνυμα: ακρωτήριο (ψηλό και απόκρημνο· το χαμηλό και αμμώδες: πούντα)
  2. (ναυτικός όρος) το καραβόσκοινο με το οποίο δένεται το πλοίο στις δέστρες του ντόκου
     συνώνυμα: καραβόσκοινο, παλαμάρι, πρυμάτσα, κάλως

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία