απόκρημνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόκρημνος < αρχαία ελληνική ἀπόκρημνος < ἀπό + κρημνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.mnos/
Επίθετο επεξεργασία
απόκρημνος, -η, -ο
Δείτε επίσης : ἀπόκρημνος |
απόκρημνος, -η, -ο