Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβατζάρισμα τα καβατζαρίσματα
      γενική του καβατζαρίσματος των καβατζαρισμάτων
    αιτιατική το καβατζάρισμα τα καβατζαρίσματα
     κλητική καβατζάρισμα καβατζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβατζάρισμα < καβατζάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβατζάρισμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) το προσπέρασμα ακρωτηρίου, η παράκαμψη κάβου
  2. συμπλήρωση ηλικίας, συνήθως δεκαετίας
  3. περιορισμένη αποθήκευση

  Μεταφράσεις επεξεργασία