cavo
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
cavo (it)
Ουσιαστικό1 επεξεργασία
cavo (it)
Ρήμα επεξεργασία
cavo (it)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cavo | cavi |
θηλυκό | cava | cave |
cavo (it)