επιτήδειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτήδειος < αρχαία ελληνική ἐπιτήδειος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική habile)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈti.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τή‐δει‐ος
Επίθετο επεξεργασία
επιτήδειος, -α, -ο
- επιδέξιος, ικανός, κατάλληλος σε έναν τομέα
- (κατ’ επέκταση) ο απατεώνας, κάποιος που εκμεταλλεύεται την αφέλεια ή την άγνοια των άλλων, για να κερδίσει χρήματα ή για άλλους σκοπούς
- ※ Με τη μέθοδο της απασχόλησης επιτήδειοι έκλεψαν 80χρονο. (@ekalampaka.gr)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα επιτήδεια: τα αναγκαία για τη ζωή
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα με επιτηδ-
- ανεπιτήδεια (επίρρημα)
- ανεπιτήδειος
- ανεπιτηδειότητα (επίρρημα)
- επιτήδεια (επίρρημα)
- επιτηδειοσύνη
- επιτηδειότητα
για θέμα με επιτηδευ-→ δείτε τη λέξη επιτηδεύομαι
- Λέξεις με επιτηδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη επίτηδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτήδειος
Πηγές επεξεργασία
- επιτήδειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επιτήδειος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)