Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαγαπόντης οι μπαγαπόντηδες
      γενική του μπαγαπόντη των μπαγαπόντηδων
    αιτιατική τον μπαγαπόντη τους μπαγαπόντηδες
     κλητική μπαγαπόντη μπαγαπόντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαγαπόντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagabond(o) + -ης με [b] από συμπροφορά με άρθρο στην αιτιατική [ton-v > tomv > tomb > ton-b [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.ɣaˈpon.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐γα‐πό‐ντης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαγαπόντης αρσενικό (θηλυκό μπαγαμπόντισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία