κατεργάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεργάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεργάρης (κωπηλάτης σε κάτεργο, πανούργος) < κάτεργον + -άρης [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τερ‐γά‐ρης
Επίθετο επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατεργάρης | η | κατεργάρα | το | κατεργάρικο |
γενική | του | κατεργάρη | της | κατεργάρας | του | κατεργάρικου |
αιτιατική | τον | κατεργάρη | την | κατεργάρα | το | κατεργάρικο |
κλητική | κατεργάρη | κατεργάρα | κατεργάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατεργάρηδες | οι | κατεργάρες | τα | κατεργάρικα |
γενική | των | κατεργάρηδων | — | των | κατεργάρικων | |
αιτιατική | τους | κατεργάρηδες | τις | κατεργάρες | τα | κατεργάρικα |
κλητική | κατεργάρηδες | κατεργάρες | κατεργάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κατεργάρης, -α, -ικο
- πανούργος, έξυπνος
- ↪ κατεργάρα γυναίκα, κατεργάρικο αγόρι
- πονηρός, παμπόνηρος
Συγγενικά επεξεργασία
- κατεργαριά
- κατεργάρικος
- → δείτε τη λέξη κάτεργο
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεργάρης αρσενικό (θηλυκό κατεργάρα)
- πονηρός άνθρωπος, που κάνει σκανδαλιές
- ↪ Ο Κώστας είναι μεγάλος κατεργάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατεργάρης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατεργάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεργάρης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) κωπηλάτης σε κάτεργο, ναύτης
- πανούργος
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- κατεργάροι (πληθυντικός)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάτεργον
Πηγές επεξεργασία
- κατεργάρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].