Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ικανός η ικανή το ικανό
      γενική του ικανού της ικανής του ικανού
    αιτιατική τον ικανό την ικανή το ικανό
     κλητική ικανέ ικανή ικανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ικανοί οι ικανές τα ικανά
      γενική των ικανών των ικανών των ικανών
    αιτιατική τους ικανούς τις ικανές τα ικανά
     κλητική ικανοί ικανές ικανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ικανός< αρχαία ελληνική ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω / ἱκάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.kaˈnos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.kaˈni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.kaˈno/ ουδέτερο

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ικανός -ή -ό

  1. που έχει ικανότητες
    είναι ικανός στη δουλειά του και όλοι τον εκτιμούν
  2. που μπορεί να κάνει κάτι, που είναι σε θέση να κάνει κάτι
    του έχω εμπιστοσύνη, είναι ικανός να πετύχει τους στόχους του
  3. που μπορεί και δε διστάζει να κάνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα μέτρα
    είναι ικανός να φάει ολόκληρο βόδι στην καθισιά του
  4. (στρατιωτικός όρος) που κρίνεται ότι είναι σε θέση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
     συνώνυμα: στρατεύσιμος
  5. αρκετά μεγάλος σε ποσότητα, σε δύναμη, αρκετός για κάτι

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ικανός για όλα : για άνθρωπο αδίστακτο και χωρίς ηθικούς φραγμούς
  • ικανή και αναγκαία συνθήκη: κάτι που όχι μόνο μπορεί να επιφέρει ένα αποτέλεσμα, αλλά και χωρίς αυτό δεν είναι δυνατόν το αποτέλεσμα να επιτευχθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία