εγκάρσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκάρσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκάρσιος (κάθετος)[1][2] < (ἐν (εγ-)+ -κάρσιος < → δείτε τη λέξη κείρω [3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋˈɡaɾ.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐κάρ‐σι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
εγκάρσιος, -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- εγκάρσιο κλίτος: κλίτος κάθετο σε σχέση με τα τρία κλίτη του ναού τα οποία ακολουθούν τον άξονα που ορίζεται από την είσοδο και το ιερό
- ↪ τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκάρσιος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εγκάρσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εγκάρσιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.