εγκάρσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
εγκάρσια
- άλλη μορφή του εγκαρσίως (κατά εγκάρσιο τρόπο, κάθετα προς τον άξονα του μήκους)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκάρσια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εγκάρσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εγκάρσιος