Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκάρσια < εγκάρσιος + < αρχαία ελληνική ἐγκάρσιος < ἐν + κάρσιος

  Επίρρημα επεξεργασία

εγκάρσια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγκάρσια