Δείτε επίσης: Διαβήτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαβήτης οι διαβήτες
      γενική του διαβήτη των διαβητών
    αιτιατική τον διαβήτη τους διαβήτες
     κλητική διαβήτη διαβήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διαβήτες για χάραξη κύκλων.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβήτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβήτης < διαβαίνω < δια- + βαίνω (επειδή το σχήμα μοιάζει με τεντωμένα σκέλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðʝaˈvi.tis/ & /ði̯aˈvi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βή‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβήτης αρσενικό

  1. (γεωμετρία) όργανο που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία για τη χάραξη κύκλων
    χαράξτε κύκλο με κέντρο Ο και ακτίνα 5 cm
     συνώνυμα: κομπάσο, κουμπάσο, περγέλι, πριέλι
  2. (ιατρική) μεταβολική πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη παρουσία σακχάρου στο αίμα και οφείλεται σε ελλιπή έκκριση ινσουλίνης
     συνώνυμα: ζάχαρο, σακχαροδιαβήτης, σακχαρώδης διαβήτης

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαβαίνω, διά και βαίνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαβήτης οἱ διαβῆται
      γενική τοῦ διαβήτου τῶν διαβητῶν
      δοτική τῷ διαβήτ τοῖς διαβήταις
    αιτιατική τὸν διαβήτην τοὺς διαβήτᾱς
     κλητική ! διαβῆτ διαβῆται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβήτ
γεν-δοτ τοῖν  διαβήταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβήτης < διαβαίνω (επειδή μοιάζει με τα πόδια κάποιου που "διαβαίνει" κάτι)
διαβήτης < διαβαίνω (επείδη το ένα άκρο του οργάνου βαίνει από σημείο σε σημείο διά μέσω του άλλου σταθερού ακρου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβήτης αρσενικό

  1. διαβήτης
  2. (ελληνιστική σημασία) η ασθένεια διαβήτης

  Πηγές επεξεργασία