σακχαρώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.ðis/
Επίθετο επεξεργασία
σακχαρώδης, -ης, -ες
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- σακχαρώδης διαβήτης: (ιατρική) το ζάχαρο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζάχαρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
σακχαρώδης
|