Δείτε επίσης: διά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δια- < η πρόθεση διά ως πρόθημα ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δια- < πρόθεση διά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a/ & /ðʝa/ (με συνίζηση, διαφορετικά από σύνθετα με δι- + άλφα /ði.a..../ όπως διανθίζω)
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α-

  Πρόθημα επεξεργασία

δια-, διά- ή δι- πριν από φωνήεν

  1. για δήλωση κίνησης ανάμεσα σε κάτι, διά μέσου
    διάπλους
  2. που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κ.λπ.
    διακρατικός
    διανθίζω
  3. δηλώνει πως κάτι μοιράζεται
    διανέμω
  4. δηλώνει διαφορά, διαφωνία, ανταγωνισμό
    διαφέρω
  5. δηλώνει χρονικό διάστημα
    διανυκτέρευση
  6. επιτείνει τη σημασία του β’ συνθετικού

Δείτε επίσης επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δια- < η πρόθεση διά ως πρόθημα ή κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική δια- < πρόθεση διά

  Πρόθημα επεξεργασία

δια-, διά- ή δι- πριν από φωνήεν

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δια- < η πρόθεση διά ως πρόθημα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis

  Πρόθημα επεξεργασία

δια-, διά- ή δι- πριν από φωνήεν

Δείτε επίσης επεξεργασία