βουβωνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουβωνικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουβωνικός[1] / βουβωνιακός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.vo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐βω‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βουβωνικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βουβώνας
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- βουβωνική πανώλη / πανώλης: (ιατρική) πανώλη, με συμπτώματα τη διόγκωση των λεμφαδένων στη βουβωνική χώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουβωνικός
βουβωνική πανώλη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βουβωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουβωνικός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Επίθετο επεξεργασία
βουβωνικός
- (ελληνιστική κοινή) βουβωνικός
- βουβωνικός ἐπίδεσμος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βουβών
Πηγές επεξεργασία
- βουβωνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.