Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουβώνας οι βουβώνες
      γενική του βουβώνα των βουβώνων
    αιτιατική τον βουβώνα τους βουβώνες
     κλητική βουβώνα βουβώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουβώνας < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuˈvo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουβώνας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία