βουβώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βουβώνας | οι | βουβώνες |
γενική | του | βουβώνα | των | βουβώνων |
αιτιατική | τον | βουβώνα | τους | βουβώνες |
κλητική | βουβώνα | βουβώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουβώνας < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουβώνας αρσενικό
- (ανατομία) η κάτω απόληξη του κορμού, το τμήμα ανάμεσα στο πάνω μέρος των ποδιών και της κοιλιάς, η περιοχή γύρω από τα γεννητικά όργανα