Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρματαγωγό τα αρματαγωγά
      γενική του αρματαγωγού των αρματαγωγών
    αιτιατική το αρματαγωγό τα αρματαγωγά
     κλητική αρματαγωγό αρματαγωγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αρματαγωγό

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρματαγωγό < (καθαρεύουσα) ἁρματαγωγόν κατά το ὁπλιταγωγόν. Αναλύεται σε άρμα, αρματ- + -αγωγό, ουδέτερο του -αγωγός (άγω)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρματαγωγό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία