Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιμάνι τα λιμάνια
      γενική του λιμανιού των λιμανιών
    αιτιατική το λιμάνι τα λιμάνια
     κλητική λιμάνι λιμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου τη νύχτα

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική liman[1] < μεσαιωνική ελληνική λιμένι(ν) (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή λιμένιον < αρχαία ελληνική λιμήν

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈma.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐μά‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιμάνι ουδέτερο

  1. περιοχή παραθαλάσσιαπαραλίμνια ή παραποτάμια) που επιτρέπει παραμονή πλοίων:
    1. για προστασία από καιρικές συνθήκες
      ※  Πρόσκρουση πρυμνοδετημένων πλοίων στο λιμάνι Κερατσινίου. (*)
    2. για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων
    3. για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις ανθρώπων (πληρώματος ή επιβατών)
    4. για τροφοδοσία και εφοδιασμό
    5. για επισκευές
  2. (μεταφορικά) το καταφύγιο
    είσαι το λιμάνι μου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Υποκοριστικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία