Ελευσίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ελευσίνα | οι | Ελευσίνες |
γενική | της | Ελευσίνας | των | Ελευσίνων |
αιτιατική | την | Ελευσίνα | τις | Ελευσίνες |
κλητική | Ελευσίνα | Ελευσίνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ελευσίνα < αρχαία ελληνική Ἐλευσίς[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.lefˈsi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λευ‐σί‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ελευσίνα θηλυκό
- αρχαιολογικός τόπος και πόλη της Αττικής
- ※ Όλος γαλήνιο αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά / κι αντίκρυ η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια / κόττερα μάγα, καραβάκια, τράτες, που σέρνονται αργά, / κι άλλα πλεούμενα που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια. (Ρώμος Φιλύρας, Σκαραμαγκάς)
- δήμος της αρχαίας Αθήνας
- (πόλεις, ιστορία) ονομασία πόλεων στην αρχαία Αίγυπτο
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ελευσίνα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)