Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριστερόχειρας οι αριστερόχειρες
      γενική του αριστερόχειρα των αριστεροχείρων
    αιτιατική τον αριστερόχειρα τους αριστερόχειρες
     κλητική αριστερόχειρα αριστερόχειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστερόχειρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀριστερόχειρ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾo.çi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρι‐στε‐ρό‐χει‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριστερόχειρας αρσενικό

  • το άτομο που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι για την εκτέλεση κινήσεων που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
    δεν μπορώ να χειριστώ εύκολα το ανοιχτήρι γιατί είμαι αριστερόχειρας

Ταυτόσημο επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία