αμφιδέξιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφιδέξιος < αρχαία ελληνική ἀμφιδέξιος[1]
Επίθετο επεξεργασία
αμφιδέξιος, -α, -ο
- που μπορεί και με το δεξί και με το αριστερό χέρι να εκτελέσει εργασίες που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
- ※ ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μπορούσε να γράφει και με τα δυο χέρια, καθώς ήταν αμφιδέξιος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αμφιδέξιος στη Βικιπαίδεια
- αμφιπόδαρος
- αμφίποδας
- αριστεροπόδαρος
- αριστερόχειρας
- δεξιοπόδαρος
- δεξιόχειρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφιδέξιος