Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δεξιόχειρας οι δεξιόχειρες
      γενική του
του/της
δεξιόχειρα
δεξιόχειρος
των δεξιοχείρων
    αιτιατική τον/τη δεξιόχειρα τους/τις δεξιόχειρες
     κλητική δεξιόχειρα δεξιόχειρες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξιόχειρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξιόχειρας αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός/ή που χρησιμοποιεί κυρίως το δεξί χέρι, ειδικά για λεπτές κινήσεις όπως το γράψιμο ή ο χειρισμός εργαλείων

  Μεταφράσεις επεξεργασία