αριστεροχειρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριστεροχειρία < (ελληνιστική κοινή) ἀριστερόχειρ, μορφολογικά αναλύεται αριστερ(ός) + -ο- + -χειρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριστεροχειρία θηλυκό
- η προτίμηση για χρήση του αριστερού χεριού αντί του δεξιού για καθημερινές δραστηριότητες