απόκληρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόκληρος < αρχαία ελληνική ἀπόκληρος
Επίθετο επεξεργασία
απόκληρος -η -ο
- που τον έχουν αποκληρώσει
Συγγενικά επεξεργασία
- αποκληρώνω
- → δείτε τις λέξεις από και κλήρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόκληρος < αρχαία ελληνική ἀπόκληρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόκληρος αρσενικό
- άνθρωπος φτωχός, που ζει στο κοινωνικό περιθώριο και αισθάνεται αδικημένος