Δείτε επίσης: επίκληρος, απόκληρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἐπίκληρος οἱ/αἱ ἐπίκληροι
      γενική τοῦ/τῆς ἐπικλήρου τῶν ἐπικλήρων
      δοτική τῷ/τῇ ἐπικλήρ τοῖς/ταῖς ἐπικλήροις
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίκληρον τοὺς/τὰς ἐπικλήρους
     κλητική ! ἐπίκληρε ἐπίκληροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπικλήρω
γεν-δοτ τοῖν  ἐπικλήροιν
Συνήθως θηλυκό, σπανίως αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίκληρος < ἐπί + κλῆρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίκληρος θηλυκό, σπανίως αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία