αντιαρματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαρματικός < αντι- + (άρμα) αρματ- + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antitank / anti-tank < αρχαία ελληνική αντι- + tank
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.aɾ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐αρ‐μα‐τι‐κός
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
αντιαρματικός, -ή, -ό
- (στρατιωτικός όρος) για οπλισμό ή αμυντικά μέσα που χρησιμοποιούνται εναντίον τεθωρακισμένων οχημάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αντιαρματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας