ανεπίληπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπίληπτος < αρχαία ελληνική ἀνεπίληπτος < ἐπίληπτος < ἐπίλαμβάνω < λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₂gʷ-
Επίθετο επεξεργασία
ανεπίληπτος, -η, -ο
- που δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις για κάτι, είναι άψογος.
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπίληπτος