ανεπίληπτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπίληπτα < ανεπίληπτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαανεπίληπτα
- χωρίς να είναι δυνατόν να κατηγορηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεπίληπτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανεπίληπτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανεπίληπτος