επιλήψιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλήψιμος < επιλαμβάνω
Επίθετο επεξεργασία
επιλήψιμος, -η, -ο
- αυτός που δίνει δια λόγου, ή έργου, αφορμή για μομφή.
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιλήψιμος