Δείτε επίσης: αρνησιθρησκία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεξιθρησκία οι ανεξιθρησκίες
      γενική της ανεξιθρησκίας των ανεξιθρησκιών
    αιτιατική την ανεξιθρησκία τις ανεξιθρησκίες
     κλητική ανεξιθρησκία ανεξιθρησκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξιθρησκία < ανεξίθρησκος + -ία < αρχαία ελληνική ἀνεξι- + θρησκεία + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεξιθρησκία θηλυκό

  1. η στάση ανοχής απέναντι στις ξένες θρησκείες
  2. η συνταγματική ή νομική αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία