ανεξιθρησκία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξιθρησκία < ανεξίθρησκος + -ία < αρχαία ελληνική ἀνεξι- + θρησκεία + -ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεξιθρησκία θηλυκό
- η στάση ανοχής απέναντι στις ξένες θρησκείες
- η συνταγματική ή νομική αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανεξίθρησκος, ανέχομαι, έχω και θρησκεία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξιθρησκία