libertate
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
libertate (la) θηλυκό
- αφαιρετική ενικού του libertas
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
libertate (ro) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
κλίση του libertate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o libertate | libertatea | nişte libertăți | libertățile |
γενική | a unei libertăți | libertății | a unor libertăți | libertăților |
δοτική | a unei libertăți | libertății | a unor libertăți | libertăților |
αιτιατική | o libertate | libertatea | nişte libertăți | libertățile |
κλητική | — | - | — | - |