ανοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοχή | οι | ανοχές |
γενική | της | ανοχής | των | ανοχών |
αιτιατική | την | ανοχή | τις | ανοχές |
κλητική | ανοχή | ανοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνοχή < ἀνέχω < ἔχω[1]
- όριο ανεκτικότητας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tolérance
- οίκος ανοχής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική maison de tolérance
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.noˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νο‐χή
- παρώνυμο: ενοχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοχή θηλυκό
- το αποτέλεσμα του ανέχομαι
- ανεκτικότητα, υπομονή
- ενδοτικότητα
- ο καθορισμός ενός ορίου (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) μέσα στο οποίο μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή μια διαφορά τιμής ανάμεσα σε ό,τι έχει σχεδιαστεί και σε ό,τι έχει παραχθεί / κατασκευαστεί
- (παρωχημένο) σιτοδεία, αφορία
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- οίκος ανοχής: πορνείο
- ψήφος ανοχής: προσωρινή υποστήριξη κάποιου (π.χ. μιας κυβέρνησης), προκειμένου να επιτευθχθεί ένας στόχος ή να μην ανατραπεί μια κυβέρνηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας