έγγλυφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγγλυφος | η | έγγλυφη | το | έγγλυφο |
γενική | του | έγγλυφου | της | έγγλυφης | του | έγγλυφου |
αιτιατική | τον | έγγλυφο | την | έγγλυφη | το | έγγλυφο |
κλητική | έγγλυφε | έγγλυφη | έγγλυφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγγλυφοι | οι | έγγλυφες | τα | έγγλυφα |
γενική | των | έγγλυφων | των | έγγλυφων | των | έγγλυφων |
αιτιατική | τους | έγγλυφους | τις | έγγλυφες | τα | έγγλυφα |
κλητική | έγγλυφοι | έγγλυφες | έγγλυφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγγλυφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγγλυφος < ἐγγλύφω < ἐν + γλύφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣli.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐γλυ‐φος
Επίθετο επεξεργασία
έγγλυφος, -η, -ο
- (λόγιο) χαραγμένος
- ↪ δακτυλιόλιθος με έγγλυφη ανεστραμμένη αναπαράσταση
Εκφράσεις επεξεργασία
- έγγλυφος λίθος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έγγλυφος
|