εγχάρακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋˈxa.ɾa.ktos/
Επίθετο επεξεργασία
εγχάρακτος, -η, -ο
- που γίνεται με εγχάραξη, με σκάλισμα
- το αγγείο φέρει εγχάρακτη διακόσμηση
- που έχει σημάδια εγχάραξης, είτε πρόκειται για γραφή είτε για διακόσμηση
- στην ανασκαφή βρεθηκαν εγχάρακτα όστρακα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγχάρακτος
|