Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ωσηέ < αρχαία ελληνική Ὡσηέ < λατινική Osee < εβραϊκή הושע (Hoshe'ah) που σήμαινε "Η σωτηρία του Κυρίου".

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ωσηέ αρσενικό

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία