αϊτινά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αϊτινά | ||
γενική | των | αϊτινών | ||
αιτιατική | τα | αϊτινά | ||
κλητική | αϊτινά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αϊτινά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αϊτινός στον πληθυνικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αϊτινά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η κρεολή γλώσσα που μιλιέται στην Αϊτή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γλώσσα ταΐνο
- γαλλικά αϊτινά: ποικιλία γαλλικής γλώσσας όπως μιλιέται στην Αϊτή