Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προφήτης οι προφήτες
      γενική του προφήτη των προφητών
    αιτιατική τον προφήτη τους προφήτες
     κλητική προφήτη προφήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφήτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προφήτης [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈfi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐φή‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφήτης αρσενικό

  1. (θρησκεία) θρησκευτικό πρόσωπο που σύμφωνα με τις γραφές, είχε την ικανότητα της θείας έμπνευσης την οποία αποκάλυπτε στο λαό
    ο προφήτης Ηλίας, ο προφήτης Mωάμεθ
  2. αυτός που προβλέπει το μέλλον
    Δεν χρειάζεται να είσαι προφήτης για να προβλέψεις τι θα συμβεί αν πέσει το ποτήρι στο πάτωμα.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ουδείς προφήτης στον τόπο του: είναι δύσκολο να αναγνωριστεί η αξία κάποιου, στον τόπο από όπου κατάγεται

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προφήτης οἱ προφῆται
      γενική τοῦ προφήτου τῶν προφητῶν
      δοτική τῷ προφήτ τοῖς προφήταις
    αιτιατική τὸν προφήτην τοὺς προφήτᾱς
     κλητική ! προφῆτ προφῆται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προφήτ
γεν-δοτ τοῖν  προφήταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφήτης < προ- + θέμα φη- (όπως στο φημί) + -της.[1] Δείτε και πρόφημι (προλέγω).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφήτης αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία