Ετυμολογία

επεξεργασία
zyeuter < les yeux (το 'z' εμφανίζεται προφορικά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zjø.te/

zyeuter (fr)

Il n'a pas arrêté de la zyeuter. - Δε σταμάτησε να την κρυφοκοιτάζει.