zyeuter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zyeuter < les yeux (το 'z' εμφανίζεται προφορικά)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαzyeuter (fr)
- (οικείο) κοιτάζω, κόβω μάτι, κρυφοκοιτάζω
- Il n'a pas arrêté de la zyeuter. - Δε σταμάτησε να την κρυφοκοιτάζει.