Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

zugleich (de)

  • μαζί, ταυτόχρονα
    mann kann nicht zugleich sprechen und essen - δεν μπορεί κανείς να μιλάει και να τρώει ταυτόχρονα