Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίρρημα επεξεργασία

zugleich (de)

  • μαζί, ταυτόχρονα
    mann kann nicht zugleich sprechen und essen - δεν μπορεί κανείς να μιλάει και να τρώει ταυτόχρονα