Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɨkwat/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wykład (pl) αρσενικό

  1. η διάλεξη
  2. το μάθημα (σε βαθμίδες της εκπαίδευσης που δίνεται κυρίως με μορφή διαλέξεως)

Συγγενικά

επεξεργασία