Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vruk/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wróg (pl) αρσενικό

  1. εχθρός
    • czy pani mąż miał jakichś wrogów? - μήπως είχε ο αντρας σας κάποιους εχθρούς;
    • piętnastu naszych żołnierzy dostało się w ręce wroga - δεκαπέντε στρατιώτες μας πιάστηκαν από τον εχθρό

Αντώνυμα επεξεργασία